λάβρον

λάβρον
λάβρος
furious
masc/fem acc sg
λάβρος
furious
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • CAPISTRUM — quô boves capistrari soliti, Hebr. Gap desc: Hebrew vel Gap desc: Hebrew Graece φιμὸς vocatur. Hinc Deuteron. c. 25. v. 4. Bovem triturantem non capistrabis, Graece οὐ φιμώσεις, redditur ab Apostolo 1. Corinth. c. 9. v. 9. Nempe inhumanum omnino …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… …   Dictionary of Greek

  • επιπνέω — ἐπιπνέω (AM) [πνέω] 1. πνέω, φυσώ πάνω σε κάτι, κυρίως για ευνοϊκό άνεμο («περὶ δὲ πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα», Ομ. Ιλ.) μσν. αναπνέω αρχ. 1. πνέω, φυσώ με ορμή (α. «ἐπέπνει ῥιπαῑς ἐχθίστων ἀνέμων», Σοφ. β. «μαινόμενος δ’ ἐπιπνεῑ λαοδάμας… …   Dictionary of Greek

  • Γλαύκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσια θεότητα που συγχέεται με τον θεό των θαλασσών Γλαύκο, προσωποποίηση του χρώματος της θάλασσας. 2. Κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, που παντρεύτηκε τον Ιάσονα όταν απομάκρυνε τη Μήδεια. Για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”